τίμημα

τίμημα
τῑμ-ημα, ατος, τό,
A honouring, tending,

τύμβου A.Ch.511

.
2 estimate, valuation,

τ. τῆς ἀξίας E.Hipp.622

;

τὸ τ. ἐστι τῆς χώρας ἑξακις χιλίων ταλάντων D.14.19

, cf. Docum.ib.18.55, POxy. 1274.14 (iii A.D.), etc.
3 payment, τίμαμα hοίσοντι will make payment, Tab.Heracl.1.150, cf. PGrenf.2.67.12 (iii A.D.); τὸ τ. ἔχων having received the price, Alciphr.3.47; pretium = τ. ἐπὶ τοῖς ὠνίοις καταβαλλόμενον, Gloss.
4 in legal sense, estimate of damages done: hence, penalty, punishment, fine,

τ. κλῳὸς σύκινος Ar.V.897

; τί τίμημ' ἐπιγράψω τῇ δίκῃ; Id.Pl.480, cf. Lys.27.16
, etc.;

καὶ ἐγώ τε τῷ τ. ἐμμένω, καὶ οὗτοι Pl.Ap.39b

;

τ. δὲ [ἔστω], ὅ τι χρὴ πάσχειν ἢ ἀποτίνειν Id.Lg.941a

; τιμάτω τὸ δικαστήριον τὸ τ. ib.907e, etc.; εἰς τὸ τ. ἀναβάς rising to speak on the matter of the penalty, D.19.290; πρᾶξαι Πειθίαν τὸ τ. τῆς ὕβρεως καὶ ἀποδοῦναί μοι the damages for the assault, PEnteux.74.17 (iii B.C.).
5 cost, expense, τῷ ἑαυτῆς τ. at her own expense, POxy.1208.4 (iii A.D.);

κινδύνῳ καὶ πόρῳ καὶ τ. τῆς παντοίας μου ὑποστάσεως PStrassb.40.20

(vi A.D.), cf. PFlor.297.27 (vi A.D.).
6 in political sense, the value at which a citizen's property was rated for taxation, his rateable property, IG12.98.11, 22.2498.8, Lys.17.7, 19.48, Pl.Lg.945a, etc.; ἡ ἀπὸ τιμημάτων πολιτεία a government where the magistrates were chosen according to property, a timocracy, Id.R.550c;

ἐκ τιμημάτων αἱ ἀρχαὶ καθίστανται X.Mem. 4.6.12

, cf. Pl.Lg.698b;

ἀπὸ τ. μακρῶν αἱ μεθέξεις τῶν ἀρχῶν Arist.Pol. 1278a23

; ἐκκλησιάζειν οἱ μὲν ἀπὸ τιμήματος οὐθενὸς οἱ δ' ἀπὸ μακροῦ τ. ib.1294b3; δημοκρατικὸν τὸ μὴ ἀπὸ τιμήματος ὀλιγαρχικὸν δὲ τὸ ἀπὸ τ. ib. line 9, cf. 1306b13: the τ. was calculated at so many years' purchase of the

οὐσία, πεντεκαίδεκα ταλάντων τρία τάλαντα τίμημα D. 27.9

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τίμημα — honouring neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίμημα — το, ΝΜΑ [τιμῶ] νεοελλ. 1. το αντίτιμο, το χρηματικό ποσό με το οποίο τιμάται ένα πράγμα 2. το αντάλλαγμα για την απόκτηση ή τη διατήρηση ενός αγαθού, το κοινωνικό και ψυχολογικό κόστος μιας στάσης ή μιας ενέργειας («το τίμημα για την ανάκτηση τής …   Dictionary of Greek

  • τίμημα — το, ατος 1. το αντίτιμο, η αγοραστική αξία. 2. υπολογισμός της αξίας: Αυτό ήταν το τίμημα για τις υπηρεσίες μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τίμημ' — τίμημα , τίμημα honouring neut nom/voc/acc sg τί̱μημι , τιμάω honour pres ind act 1st sg τί̱μημαι , τιμάω honour pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Тимема —    • Τίμημα,          см. Φυλή, Фила, 6; Πρόσοδοι Доходы государства, Ι, 7, 11; Iudicium, Судопроизводство, 15; и Πολιτει̃αι, Правления формы, 8 …   Реальный словарь классических древностей

  • τιμημάτων — τίμημα honouring neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμήμασι — τίμημα honouring neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμήμασιν — τίμημα honouring neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμήματα — τίμημα honouring neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμήματι — τίμημα honouring neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμήματος — τίμημα honouring neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”